- μελίστακτος
- μελί-στακτος, ον, = foreg. 2,A
Μοῦσαι AP4.1.33
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μοῦσαι AP4.1.33
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελίστακτος — μελίστακτος, ον (Μ) μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό στακτος] … Dictionary of Greek
μελίστακτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίστακτον — μελίστακτος masc/fem acc sg μελίστακτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιστάκτων — μελίστακτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek